- σκολοπισμός
- σκολοπ-ισμός, ὁ,A impaling, Vett.Val.127.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολοπισμός — ὁ, ΝΜΑ [σκολοπίζω] η ενέργεια τού σκολοπίζω, ανασκολοπισμός, παλούκωμα … Dictionary of Greek
σκολοπισμοῦ — σκολοπισμός impaling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)